πανουργικὸν

πανουργικὸν
πᾰνουργ-ικὸν ξύλον,
A gallows-wood, PMag.Lond.46.73 (unless an error for Πανιούρινον = παλιούρινον, v. πανίουρος) ; π. ὅπλα dub. sens. in Ps.-Callisth.2.16 (cod. B). Adv. -κῶς Sch. Ar.Pl.1064.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πανουργικός — ή, όν, ΜΑ [πανούργος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανούργο, δόλιος αρχ. φρ. «πανουργικὸν ξύλον» (πιθ. εσφ. ανάγν. τού πανιούρινον = παλιούρινον) η αγχόνη. επίρρ... πανουργικῶς με πανούργο, δόλιο τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”